φούχτωμα, το

φούχτωμα, το
φούχτωμα, το και χούφτωμα,το -ατος, το άδραγμα, το άρπαγμα, το κράτημα με την παλάμη, με τη φούχτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φούχτωμα — το, Ν [φουχτώνω] βλ. χούφτωμα …   Dictionary of Greek

  • χούφτωμα — και φούχτωμα, το, Ν [χουφτώνω / φουχτώνω] 1. το να αρπάζει κανείς κάτι με την χούφτα 2. μτφ. βάναυση ερωτική χειρονομία …   Dictionary of Greek

  • φούχτιασμα — φούχτιασμα, το και χούφτιασμα, το, ατος φούχτωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χούφτωμα — χούφτωμα, το και φούχτωμα, το, ατος βλ. χούφτιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”